- καπηλοδύτης
- καπηλο-δύτης, ὁ, Schenkenkriecher, der sich immer in den Weinschenken umhertreibt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καπηλοδύτης — καπηλοδύτης, ὁ (Α) αυτός που σύχναζε σε καπηλειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπηλεῖον + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. λωπο δύτης, τρωγλο δύτης] … Dictionary of Greek
καπηλοδύτης — tavern haunter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπηλοδύτας — καπηλοδύτᾱς , καπηλοδύτης tavern haunter masc acc pl καπηλοδύτᾱς , καπηλοδύτης tavern haunter masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπηλοδυτώ — καπηλοδυτῶ, έω (Α) [καπηλοδύτης] συχνάζω στα καπηλειά … Dictionary of Greek